ὀλιγανθρωπίᾳ

ὀλιγανθρωπίᾳ
ὀλιγανθρωπίαι , ὀλιγανθρωπία
fem nom/voc pl
ὀλιγανθρωπίᾱͅ , ὀλιγανθρωπία
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγανθρωπία — ὀλιγανθρωπίᾱ , ὀλιγανθρωπία fem nom/voc/acc dual ὀλιγανθρωπίᾱ , ὀλιγανθρωπία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγανθρωπία — η (Α ὀλιγανθρωπία) [ολιγάνθρωπος] η έλλειψη αρκετού αριθμού ανθρώπων («αἴτιον δ ἦν οὐχ ἡ ὁλιγανθρωπία τοσοῡτον, ὅσον ἡ ἀχρηματία», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγανθρωπίας — ὀλιγανθρωπίᾱς , ὀλιγανθρωπία fem acc pl ὀλιγανθρωπίᾱς , ὀλιγανθρωπία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγανθρωπίαν — ὀλιγανθρωπίᾱν , ὀλιγανθρωπία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγανθρωπίαις — ὀλιγανθρωπία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”